Γεννήθηκε στο Πρόδρομο Μαραθάσας αλλά σε ηλικία τριών ετών εγκαταστάθηκε μαζί με τους γονείς του στο χωριό Φοινί. Σε ηλικία επτά ετών εισήχθηκε από τον πατέρα του στη μονή Τροοδιτίσσης κοντά στο θείο του ιερομόναχο Χαράλαμπο. Έγινε ιεροδιάκονος στη μονή Χρυσορρογιάτισσας (1843). Έφυγε στην Αττάλεια (1845), όπου φοίτησε στην Ελληνική Σχολή. Το 1847 μετέβη στη Σμύρνη, όπου διορίστηκε ιεροδιάκονος στο εκεί Νοσοκομείο. Παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα για τέσσερα χρόνια στην Ευαγγελική Σχολή. Μετά δίδαξε για δύο χρόνια στις κατώτερες τάξεις της Σχολής. Το 1853 μετέβη στην Αθήνα για τελειώσει τις γυμνασιακές του σπουδές και μετά φοίτησε για τρία χρόνια στη Ριζάρειον Σχολήν (1854 – 1857). Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών θεολογία (1857 – 1861) αλλά παράλληλα παρακολουθούσε και φιλολογικά μαθήματα. Όταν επέστρεψε στην Κύπρο διορίστηκε ιεροκήρυκας και σχολάρχης της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας από το 1862 μέχρι το 1865 οπότε εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Κατά τη μακρά αρχιεπισκοπική του θητεία ευτύχισε να δει τον τερματισμό της Τουρκοκρατίας και υποδέχτηκε εκ μέρους του κυπριακού λαού στη Λευκωσία τον πρώτο Άγγλο Αρμοστή. Μετέβη δύο φορές στην Κωνσταντινούπολη, πρώτα ως πρόεδρος κυπριακής πρεσβείας (1870) στη σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών για το εγερθέν βουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα (1872). Ηγήθηκε τετραμελούς κυπριακής πρεσβείας μαζί με τους Θεόδωρο Περιστιάνη, Αχιλλέα Λιασίδη και Πασχάλη Κωνσταντινίδη, η οποία μετέβη στο Λονδίνο χάριν τοπικών αιτημάτων (1899). Ιδρυτικό μέλος του Παγκυπρίου Γυμνασίου (1893) και πρόεδρος των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας (1893 – 1900). Ως αρχιεπίσκοπος μετείχε ενεργά σ’ όλα τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα του τόπου.